καλομοιριά

καλομοιριά
η (Μ καλομοιριά) [καλόμοιρος]
ευτυχία, καλή τύχη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • καλομοιριά — η καλή τύχη: Αυτός έχει καλομοιριά, όπου και να πάει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”